- ὑποφθάλμια
- ὑποφθάλμιοςunder the eyesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποφθαλμία — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τού κάτω μέρους τού οφθαλμικού βολβού ή και τού κάτω βλεφάρου συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οφθαλμός] … Dictionary of Greek
υποφθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποφθάλμια τα μέρη κάτω από τους οφθαλμούς, ιδίως τα οστά («τὰ ὑποφθάλμια πελιδνὰ καὶ πεφυσημένα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀφθαλμός + κατάλ. ιος… … Dictionary of Greek